καλλίσωμος

καλλίσωμος
ος , ον стройный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καλλίσωμος" в других словарях:

  • καλλίσωμος — η, ο αυτός που έχει ωραίο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σωμος (< σώμα), πρβλ. εύ σωμος, μικρό σωμος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίσωμος — η, ο που έχει ωραίο σώμα, καλοφτιαγμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»